Ο Κύριλλος Λούκαρις θεωρείται ίσως ο κορυφαίος των Πατριαρχών, σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Γεννημένος στις 13 Νοεμβρίου 1572 στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα την εποχή της μεγάλης ακμής στα Γράμματα, υπήρξε σημαίνουσα μορφή του ελληνισμού και πολέμιος του καθολικισμού σε σημείο να έρθει σε συνεννόηση με τους προτεστάντες οπαδούς του Λούθηρου. Οι καθολικοί κατήγγειλαν τον Λούκαρι ότι ετοιμάζει με τη βοήθεια των Ρώσων επανάσταση των Ελλήνων και οι Τούρκοι τον έκλεισαν σε κάποιο φρούριο του Βόσπορου και τον στραγγάλισαν στις 27 Ιουνίου 1638. Το πτώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα όπου το βρήκαν ψαράδες και το έθαψαν. Οι εχθροί του όμως ξέθαψαν το σώμα του και το ξανάριξαν στη θάλασσα, αλλά βρέθηκε και πάλι.
Θα κηδευτεί στην εκκλησία της Παναγίας της Καμαριώτισσας, στη Χάλκη, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο Α΄. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρει σχετικά με τον Λούκαρι: «Ουδέποτε ίσως το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος».
Από την ημέρα που εκλέχτηκε Οικουμενικός Πατριάρχης, οι πρέσβεις των καθολικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη τον πολεμούν με λύσσα. Με ραδιουργίες τον ανεβοκατεβάζουν στον θρόνο.Τον συκοφαντούν στη σουλτανική αυλή ως καλβινίζοντα για τη φιλική στάση του προς τους διαμαρτυρόμενους και την έκδοση το 1631 της Ομολογίας του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διακήρυσσε πάντα ότι είναι ορθόδοξος.
Γεννήθηκε στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) το 1572 από γονείς Ηπειρώτες. Είχε την τύχη να μαθητεύσει πλάι στον Σιναΐτη Μελέτιο Βλαστό. Υστερα πήγε στη Βενετία. Σε ηλικία 17 χρόνων έγινε φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Ταξίδεψε σε Γενεύη, Ολλανδία και Γερμανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα. Σύντομα μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου Πατριάρχης ήταν ο θείος του Μελέτιος Πηγάς. Έγινε κληρικός και στάλθηκε σε Πολωνία και Ουκρανία για να τονώσει το φρόνημα των ορθοδόξων έναντι του Βατικανού.
Σε ηλικία 29 ετών εκλέχτηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Στις 4 Νοεμβρίου 1620 αναδείχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, παρά την αντίθεση των λατινοφρόνων.
Υπήρξε θύμα των ιησουιτικών ραδιουργιών και της σουλτανικής αγριότητας. Προσπάθησε να ανυψώσει το ελληνικό γένος και να το φέρει σε επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Το 1627 μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλονίτη μοναχού Νικόδημου Μεταξά. Σκοπός του ήταν να φωτιστεί το έθνος με ελληνικά έντυπα. Κήρυξε στη δημοτική. Στη λαϊκή γλώσσα προλόγισε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη.